Η Κίνα και η Δύση - Μαργαρίτης Γιώργος

Στο προηγούμενο άρθρο μας είδαμε τους όρους και το υπόστρωμα, πάνω στους οποίους αρθρώνεται η σημερινή πολιτική των ισχυρών δυνάμεων και πιο ειδικά του πάλαι ποτέ κυρίαρχου Δυτικού Κόσμου, ο οποίος βλέπει την θέση του να αμφισβητείται από

την άνοδο νέων ισχυρών κρατών. Όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία, το βασικό κληροδότημα που αφήνει πίσω της η κυρίαρχη θέση είναι οι στρατιωτικές δυνατότητες.

Ο από καιρό ισχυρός είχε τον χρόνο και τις δυνατότητες να δημιουργήσει στρατιωτικούς μηχανισμούς, αντίστοιχους με την οικονομική του ισχύ και ηγεμονία. Να κτίσει δηλαδή αυτό που ονομάζουμε συμβατικά στρατιωτική παράδοση, η οποία υπογράμμιζε εμφατικά και έκφραζε δυναμικά, εκεί όπου χρειαζόταν, την κυρίαρχη θέση. Δεδομένου ότι η δόμηση στρατιωτικού εργαλείου είναι μια επίπονη και μακρόχρονη υπόθεση, οι νέοι ανερχόμενοι ισχυροί υστερούν, για ένα σημαντικό διάστημα, σε αυτόν τον τομέα.

Για να το διευκρινίσουμε καλύτερα η σημερινή στρατιωτική ισχύς της Κίνας υπολείπεται της οικονομικής και παραγωγικής της ισχύος. Το ίδιο συμβαίνει με τις μικρότερες ανερχόμενες δυνάμεις. Στην ουσία, ενώ ο Δυτικός Κόσμος εκτοπίζεται από το οικονομικό και παραγωγικό προσκήνιο παραμένει ακόμα κυρίαρχος στο στρατιωτικό πεδίο. Πρόκειται για ένα πρόσκαιρο πλεονέκτημα. Στην πολιτική δε τα πλεονεκτήματα σπεύδει κανείς να τα αξιοποιήσει όσο αυτά ισχύουν ακόμα. Για το λόγο αυτό η Δύση --ή μάλλον οι ΗΠΑ-- είναι πολεμόχαρες.

Η στρατιωτική ισχύς του δυτικού στρατοπέδου εκφράζεται --έχουμε και σε αυτό το σημείο μια σταθερά της ιστορίας-- στην κυριαρχία στις θάλασσες και στους ωκεανούς. Οι θάλασσες και οι ωκεανοί είναι σήμερα αυτό που πάντα ήταν στην ιστορία της ανθρωπότητας: οι διαδρομές, οι δρόμοι των αγαθών και του πλούτου. Σε αυτό, λοιπόν, το πεδίο συναντούμε σήμερα μια εντυπωσιακή αναντιστοιχία. Ενώ η Δύση έχει χάσει τα πρωτεία στην παραγωγή, διατηρεί τα σκήπτρα και τον έλεγχο του εμπορίου. Του μεγάλου εμπορίου, αυτού που διασχίζει θάλασσες και ωκεανούς και υφαίνει σε ένα πυκνό οικονομικό πλέγμα τον πολιτισμό μας.

Πρόκειται για μια αντίφαση που γεννά, χωρίς αμφιβολία, προστριβές και συγκρούσεις. Είναι ενδεικτικό ότι η οικονομική πίεση προς την Κίνα και τις ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις εστιάζεται στον τομέα του εμπορίου. Η στρατηγική των Δυτικών δυνάμεων, των ΗΠΑ πλέον που δεσπόζουν σε αυτόν τον χώρο, έχει ένα βασικό στόχο: να συντηρήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ιστορικής κοιτίδας του καπιταλισμού απέναντι στους διεκδικητές που εμφανίζονται στη νέα εποχή.

Τα μέτωπα των ΗΠΑ

Για να το πετύχει αυτό πρέπει να λειτουργήσει σε δύο μέτωπα: Το πρώτο αφορά την Κίνα. Το δεύτερο τις ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις. Αυτές --αν και κάποτε ήταν μέρος του δυτικού συστήματος διαμέσου της ιμπεριαλιστικής οικουμενικής παρουσίας των Δυτικών-- τώρα προοδευτικά απογαλακτίζονται από αυτό. Προχωρούν σε πολιτική χειραφέτηση και χαράζουν την επανατοποθέτησή τους στο νέο κόσμο. Σε αυτά τα δύο μέτωπα το εργαλείο, το οποίο αντιτάσσει το παλαιό σύστημα δυνάμεων είναι το στρατιωτικό. Η στρατιωτική υπεροχή του Δυτικού Κόσμου με κεντρικό άξονα την ισχύ των ΗΠΑ.

Παρατηρήσαμε προηγουμένως ότι ετούτη η στρατιωτική υπεροχή δεν μπορεί να είναι παρά μια πρόσκαιρη κατάσταση. Οι οικονομικές ανατροπές και η ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου σε όφελος νέων ισχυρών, αργά ή γρήγορα θα προκαλέσει ανατροπές και στις στρατιωτικές ισορροπίες. Πριν γίνει αυτό θα πρέπει να αποδώσουν οι στρατηγικές της ανάσχεσης. Από την επιτυχία τους ή όχι θα καθοριστεί ο χρονισμός των ανατροπών και η βιαιότητα με την οποία θα ξεσπάσουν. Και κάπως έτσι ερχόμαστε στην "αλλοπρόσαλλη" πολιτική του Προέδρου Τραμπ.

Οι δημογραφικές ανατροπές --όπως συνήθως συμβαίνει στην ιστορία προηγούνται των οικονομικών-- έχουν αλλάξει τα δεδομένα και τις δυνατότητες χρήσης του στρατιωτικού εργαλείου. Έχουν αφαιρέσει από τον πίνακα επιλογών την έννοια "κατάκτηση". Οι δημογραφικές ισορροπίες έχουν σε τέτοιο βαθμό ανατραπεί σε βάρος του Δυτικού Κόσμου (ΗΠΑ και δυτική Ευρώπη), ώστε να μην έχει νόημα η όποια κλασική στρατηγική: η κατοχή εδάφους, επικράτειας, και ο πολιτικός έλεγχος --υποδούλωση αν θέλετε πείτε το-- του πληθυσμού της. Η αποικιοκρατική εξάπλωση του Δυτικού Κόσμου έχει πλέον ξεθωριάσει βαθιά στο πιο ευνοϊκό γι' αυτήν παρελθόν.

Η στρατιωτική κατοχή του Ιράν, λόγου χάρη, των 80 και εκατομμυρίων κατοίκων θα απαιτούσε 800.000 στρατό σε μία σχέση 1 στρατιώτης κατοχής για 100 κατοίκους. Ως μέτρο σύγκρισης να θυμίσουμε ότι στα 1944 ο γερμανικός στρατός κατοχής της Ελλάδας, μαζί με την Χωροφυλακή της Ελληνικής Πολιτείας και τα συνακόλουθα Τάγματα Ασφαλείας και τους αντικομμουνιστές "πρόθυμους", εξασφάλιζε μια σχέση 1:35 σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας. Ουδείς θα ισχυριζόταν ότι αυτό αρκούσε για να επιβληθεί η ναζιστική κυριαρχία στη χώρα. Σε κάθε περίπτωση οι Δυτικές δυνάμεις αδυνατούν να διαθέσουν σήμερα 800.000 στρατό.

Ο μη κλασικός πόλεμος

Έτσι, λοιπόν, απομένει η προοπτική ενός μη κλασικού πολέμου, όπου βασικός στόχος είναι η καταπόνηση και η εξασθένιση του αντιπάλου, η αποσύνθεση των κρατικών δομών του και, ως συνέπεια, η υπονόμευση των οικονομικών και στρατιωτικών δυνατοτήτων του. Ήταν η στρατηγική της "Αραβικής Άνοιξης". Ένα τέτοιο είδος πολέμου προϋποθέτει την σύμπραξη εσωτερικών δυνάμεων, την μόχλευση εσωτερικών αντιθέσεων (κοινωνικών, θρησκευτικών, εθνικών, φυλετικών κλπ), ή/και αντιθέσεων που σοβούν σε μια ευρύτερη περιοχή.

Για όποιον εξακολουθεί να έχει απορίες για το πως εφαρμόζεται αυτή η τακτική θα ήταν διδακτική μια προσεκτική ανάγνωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία --αν δεν απατώμαι-- άμεσα μας αφορά. Πρόκειται για τον πόλεμο δια των μοχλεύσεων και των αντιπροσώπων.

Οι πολεμικές δυνατότητες του Δυτικού Κόσμου βασίζονται στην τεχνική υπεροχή. Είναι μικρές εκεί όπου εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι, στο έδαφος. Είναι, όμως, ασύγκριτα ισχυρές εκεί όπου κυριαρχούν οι τεχνικές δυνατότητες: στη θάλασσα και στον αέρα. Το ερώτημα που βαραίνει αυτή τη στιγμή στα επιτελεία του Δυτικού Κόσμου (δηλαδή των ΗΠΑ και του παραρτήματός τους, του ΝΑΤΟ) είναι το πώς θα αξιοποιήσουν καλύτερα το συγκριτικό τους πλεονέκτημα. Σε αυτό το σημείο ξεκινά ο "διάλογος" της πολιτικής Τραμπ με τις αντίστοιχες πολιτικές των προκατόχων του.

Οι προηγούμενες είχαν βασικά αποτύχει. Η κλασική εκστρατεία και στρατιωτική κατάληψη του Ιράκ δεν απέδωσε πολιτικά αποτελέσματα, εξαιτίας της "αποσπασματικότητας" του όλου σχεδίου. Ολοκλήρωσε την κατάκτηση, χωρίς όμως να μπορέσει να την μεταβάλει σε κατοχή: σε μόνιμο στρατιωτικό και, ως εκ τούτου, πολιτικό έλεγχο. Το παράδειγμα του Αφγανιστάν ήταν ακόμα πιο οδυνηρό.

Στην περίπτωση της Συρίας η αποτυχία κτύπησε κόκκινο. Όχι μόνο δεν καταστράφηκαν οι κρατικές δομές και στρατιωτικές δυνατότητες της Συρίας, αλλά, το αντίθετο, συνυφάνθηκαν με αντίστοιχες του Ιράν και της Ρωσίας. Δημιούργησαν μαζί με την ενίσχυση της θέσης της Τουρκίας στην περιοχή, εξαιρετικά αρνητικές εξελίξεις για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Δύσης στην στρατηγικά σημαντική αυτή περιοχή.

Οι "περαστικοί" Αμερικανοί

Λιγότερο διακριτές στρατηγικές πρωτοβουλίες των ΗΠΑ δεν είχαν καλύτερο αποτέλεσμα. Η περίσφυξη της Κίνας, λόγου χάρη, μέσα από ένα διπλό ή τριπλό στρατηγικό φράγμα νησιών και θέσεων έξω από τις ακτές της, με την επιβλητική παρουσία και του 7ου Αμερικανικού Στόλου, υποτίθεται ότι θα την υποχρέωνε να αποδεχθεί τη ναυτική κυριαρχία των Δυτικών. Και ως εκ τούτου θα υποχρέωνε την Κίνα να υποτάξει τις εμπορικές φιλοδοξίες της στους κανόνες και τις επιθυμίες της Δύσης.

Με τον τρόπο αυτό θα ακυρωνόταν σε μεγάλο βαθμό η οικονομική-παραγωγική της ισχύς και ίσως επέρχονταν δυναμικές αναταράξεις στο καθεστώς, στην ενότητα και στην δυναμική της χώρας. Η αντίδραση της Κίνας στη νότια κινεζική θάλασσα, οδήγησε σε αδιέξοδο και αυτό το σχέδιο.Τα φαραωνικά έργα, η δημιουργία νησιών και στρατιωτικών βάσεων από το πουθενά στη μέση της θάλασσας έδωσαν το μέτρο των δυνατοτήτων της χώρας και αντίστοιχο σαφές μήνυμα στους εν δυνάμει συμμάχους των ΗΠΑ.

Προφανώς, οι περιοδικές επισκέψεις ναυτικών συγκροτημάτων των ΗΠΑ --με ή χωρίς αεροπλανοφόρο-- δεν ήταν σε θέση να ανατρέψουν τις εντυπώσεις που δημιουργούσε η κινεζική δραστηριότητα. Έτσι προκύπτει το ίδιο πρόβλημα: η Κίνα μπορεί να εγκατασταθεί μόνιμα επί της ξηράς (μάλλον επί των υδάτων στην προκειμένη περίπτωση) οι ΗΠΑ και οι στόλοι της ήταν μόνο "περαστικοί".

Αυτό το σκηνικό της γενικής αποτυχίας των στρατηγικών, του στρατηγικού αδιεξόδου, κληρονόμησε από τους προκατόχους της η Προεδρία Τραμπ. Ο τελευταίος κατανόησε αυτό που αδυνατούσαν να κατανοήσουν οι κύκλοι των Κλίντον και των Ομπάμα ή ακόμα, ένα μεγάλο μέρος των αμερικανικών στρατιωτικών, οικονομικών και πολιτικών ελίτ: Οι ΗΠΑ δεν ήταν πλέον σε δεσπόζουσα θέση σε ένα κόσμο ολοένα και πιο σύνθετο. Η πολιτική τους, λοιπόν, δεν μπορούσε πλέον να είναι πολιτική ηγεμόνα. Εκείνο που χρειαζόταν πλέον ήταν η είσοδος και η προσαρμογή σε μία νέα εποχή.

Εάν επιθυμούσαμε να ορίσουμε μονολεκτικά αυτήν την εποχή θα την ονομάζαμε, πολύ απλά, "εποχή των σκακιστών". Η σκακιέρα πλέον γέμισε με όλα όσα μια σκακιέρα γεμίζει: βασιλιάδες και βασίλισσες, πιόνια και ανάμεσα τους πλήθος ενδιάμεσοι -- πύργοι, άλογα, αξιωματικοί. Οι Κλίντον και Ομπάμα ανήκαν σε μια "αυτοκρατορική" εποχή. Ο Τραμπ ανήκει στην γενιά των σκακιστών, στην ίδια που ανήκουν ο Πούτιν, ο Ερντογάν οι ηγέτες της Κίνας και οι ηγέτες του Ιράν.

Αυτή την τόσο πραγματική και τόσο αντίστοιχη με τα δεδομένα του κόσμου μας πολιτική έσπευσαν να την ονοματίσουν «αλλοπρόσαλλη πολιτική του Προέδρου Τραμπ». Πρόκειται μάλλον για ψευδεπίγραφο τίτλο. Τα χαρακτηριστικά, τις προοπτικές και ίσως τα αδιέξοδα αυτής της νέας προσέγγισης θα τα εξετάσουμε πιο διεξοδικά στο τρίτο άρθρο αυτής της τριλογίας.

Copyright © 2020 omikron.tv